- ἕνην
- ἕνοςbelonging to the former of two periodsfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
.ένην — ἕνην , ἕνος belonging to the former of two periods fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνῆν — ἐν εἰμί sum imperf ind act 1st sg ἐν εἰμί sum imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐν εἰμί sum imperf ind act 3rd sg ἐν ἠμί sum imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνην — ἔνος year fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… … Dictionary of Greek
GADES quae GADIRA Graecis Ins — GADES, quae GADIRA Graecis Ins parva Hisp. Baeticae, proxima continenti contra Caesarianam, et portum Mnesthei, cum urbe Episcopal. sub Archiep. hispalensi, inde 19. leuc. a Tyriis condita, col. Rom. inter ostia Baetis, et Calpen. Inde Gaditanus … Hofmann J. Lexicon universale
LYNCEUS — I. LYNCEUS Apharei fil. unus ex Argonautis, tanta oculorum acie praeditus, ut ea per densos etiam quercetorum truncos, ac stipites atque adeo usque ad inferos vim suam expromeret. Orpheus in Argon. Λυγκέυς θ᾿ ὃς τήλιςτα δἰ αἰτέρος ἠδὲ θαλάςςης… … Hofmann J. Lexicon universale
MENSIS — ex metior, quasi numerus dierum mensus: vel ex Graeco μὴν, ἀπὸ τῆς Μήνης, i. e. Luna, dictus, inter Numina Gentilium, vide supra Menis: proprie spatium illud est, quô Luna Signiferum percurrit, et eôdem, unde instituit cursum, revertitur: Cui… … Hofmann J. Lexicon universale
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
παιδοποιός — παιδοποιός, όν (Α) 1. αυτός που γεννά παιδιά 2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ποιός*] … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek